Δευτέρα 7 Απριλίου 2008

Χριστινα-Φώτης-Λενόρα

Βγήκαν από το ζεστό μπιστρώ στον παγωμένο αέρα αγκαζέ, με κόκκινα μάγουλα και λαμπερά μάτια, ψάχνοντας για ταξί. Οι νοσταλγικές αναμνήσεις και οι νέες προοπτικές της ζωής τους ταξίδευαν με ταχύτητα φωτός κάτω από την επιρροή του κρασιού, μέσα στο μυαλό τους. Οι φιγούρες τους φάνταζαν σαν ονειρικές αύρες μέσα στην ομίχλη του Παρισιού.
Έφτασαν στην παλιά έπαυλη του παππού της Λενόρας. Ξεκλείδωσε την βαριά πόρτα με το μπρούντζινο κλειδί και διέσχισε την μεγάλη σάλα, σχεδόν τρέχοντας, για να ανάψει τη φωτιά στο τζάκι από τα κάρβουνα που είχαν απομείνει. Η Χριστίνα πέταξε τις καστόρινες γόβες της και κουλουριάστηκε στον μαλακό μπρογκάρ καναπέ, με έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Η φωτιά φούντωσε γρήγορα και άρχισε να παίζει παιχνίδια με τα χρώματα της νύχτας και τις σκιές του δωματίου.
- Σα να ΄ναι χθες μου φαίνεται, αν και πέρασαν κοντά πέντε χρόνια...Τέτοιο κρύο έκανε και στην Αθήνα όταν πρωτογνώρισα τον Φώτη.
- Ναι, απάντησε ξερά η Λενόρα, μη θέλοντας να συνεχίσει τη συζήτηση που προηγήθηκε στο μπιστρώ.
Σηκώθηκε και κατευθύνθηκε στα σκαλιά που οδηγούσαν στο κελάρι.
- Θα πιεις ένα ακόμα ποτήρι κρασί μαζί μου?
- Μόνο μισό για να σου κάνω παρέα, της αποκρίθηκε, τρίβοντας τα παγωμένα πόδια της για να τα ζεστάνει.
Ώσπου να γυρίσει η Λενόρα από το κελάρι, η Χριστίνα είχε ήδη κοιμηθεί. Την σκέπασε με μια χειροποίητη κουβέρτα της Μαρτίν, φτιαγμένη από φίνο αιγυπτιακό μαλλί και κάθισε απέναντί της. Την κοίταζε καθώς κοιμόταν και άρχισε να ταξιδεύει στις αναμνήσεις...
...Σαν βολεύτηκε η Χριστίνα στην αυλή, βασικό μέλημά της ήταν να βρει δουλειά. Οποιαδήποτε δουλειά. Η Μαντάμ Ορτάνς ήτανε η ράφτρα όλων των επώνυμων καλλιτεχνών της εποχής. Η Λενόρα ήταν πελάτισσά της...
...Σαν τελείωσε τις μουσικές σπουδές της η Λενόρα, μέσα από τα διάφορα επαγγελματικά της ταξίδια, βρέθηκε στην Αθήνα πιανίστρια σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο του καιρού εκείνου. Έμενε στην αυλή και έκανε αιματηρές οικονομίες όλα αυτά τα χρόνια για να ξεπληρώσει τις υποθήκες, των κτημάτων και της έπαυλης στη Γαλλία, που δημιουργήθηκαν από την κακή διαχείριση της γιαγιάς Λενόρας σαν πέθανε ο παππούς...
...¨Ετσι η Χριστίνα έπιασε δουλειά στην Ορτάνς, χάρη στη Λενόρα. Παρέδιδε τις κομψές τουαλέτες και τα μεταξωτά ραμμένα εσώρουχα στην ελίτ κοινωνία των Αθηνών.
Η Ορτάνς-Γαρουφαλλιά ήταν μια στυφή, γκρινιάρα και χοντρή εξηνταπεντάρα. Έπασχε από αρθρίτιδα, βογκούσε και παραπονιόταν πάντα, άλλα όταν έπιανε την βελόνα και τις καρφίτσες της περνούσαν όλα. Μεγάλη ιστορία η Γαρουφαλλιά. Στα δεκάξι της πήγε με τη μάνα της (επίσης ράφτρα) στην Αθήνα για υφάσματα και κλωστές. Ήταν το πρώτο της ταξίδι έξω απ΄το νησί της. Η μοίρα το φερε και την πήγαν τα ξαδέρφια της στο τσίρκο. Ερωτεύτηκαν ακαριαία με ένα γαλλοϊσπανό ακροβάτη και την μεθεπομένη την κοπάνησε μαζί του για άγνωστες και τρελές περιπέτειες. Έζησε πολλά απίστευτα χρόνια μαζί του, ώσπου εκείνος έκανε το άτυχο salto mortale και η Γαρουφαλλιά γύρισε μόνη στην Ελλάδα, σαν ράφτρα Ορτάνς. Την αγαπούσε την Χριστίνα. Πάντα της έδινε μια δραχμούλα παραπάνω, σαν εκείνο το κακόμοιρο περίμενε ως αργά το βράδυ να παραδώσει τα κεντημένα με απαστράπτουσες πούλιες και κλωστές φορέματα...
...Η Λενόρα γυρνούσε μετά τα μεσάνυχτα στην αυλή. Κάπνιζε κανα δυο από τα λεπτά της τσιγάρα και έτριβε με αλόη τα δάχτυλά της για να μη χάσουν τη φόρμα τους. Ήταν οι ώρες που συναντιόταν με την Χριστίνα. Σαν μπήκε ο Σεπτέμβρης, η Χριστίνα άρχισε τα μαθήματα ενώ συγχρόνως δούλευε ως αργά το βράδυ. Οι συναντήσεις τους ολοένα και λιγόστευαν.
Και ξαφνικά, ένα απομεσήμερο λίγο πριν τα Χριστούγεννα, εμφανίστηκε η Χριστίνα μπρος στην κυρα-Πολυξένη με τον Άδωνι φερμένο από την κατοικία των ολυμπίων θεών. Η κυρα-Πολυξένη τους καλησπέρισε χαμογελώντας αμήχανα. Εκείνος έστρεψε το βλέμμα του άγριο και ανήσυχο, ερευνώντας της αυλή. Το πλούσιο κυματιστό μαλλί, πορφύρωσε με τις αχτίδες του ήλιου που τραβούσε στη δύση και το πανωχείλι του σφίχτηκε και μελάνιασε για την αποκοτιά της φτωχικής αυλής που δεν γέμισε το μάτι του και ξεπούλησε σε μια στιγμή τα όνειρα που έκανε για τη ζωή του στην πρωτεύουσα.
- Κυρα-Πολυξένη, σου ΄φερα καινούριο νοικάρη για το δωμάτιο του κυρ-Νάσου που έφυγε! Απο ΄δω ο Φώτης.
Του πρότεινε το χέρι η καλή γυναίκα.
- Καλως ήρθες, του είπε.
Βαρύ το βλέμμα του και σκοτεινή η νεραϊδένια του όψη. Έδωσε κρύα και άχαρα το χέρι του στην Πολυξένη, μουρμούρησε ένα ξερό "ευχαριστώ" και πήγε και κλείστηκε στην κάμαρά του. Παρόλο που η αυλή δεν είχε τις ανέσεις του διαμερίσματος του ξαδέρφου του που τον φιλοξενούσε, εδώ θα είχε τουλάχιστον την ησυχία του να ασχοληθεί με το μπουζούκι του και θα είχε και την Χριστίνα κοντά του.
Αργά το βράδυ όταν η Χριστίνα γύρισε από τις τελευταίες παραγγελίες της Ορτάνς, άκουσε κάποιες σκληρές νότες να ξεχύνονται στην αυλή. Ανατρίχιασε. Όχι! Δεν ήταν σαν τη μουσική της Λενόρας που άκουσε στο ξενοδοχείο κάποια βράδια που την πήρε μαζί της. Οι νότες έβγαζαν καημό, πίκρα, παράπονα και στεναγμούς. Και κάτι πιο βαθύ...Κάτι σαν εκδίκηση, κάτι που μύριζε εξόντωση. Αυτός ήταν ο Φώτης! Έτσι συνέχισε να είναι ο Φώτης, μέχρι που αποτελματώθηκε και χάθηκε όταν του επέτρεψαν τα κακώς κείμενα να πάρει το λάθος μονοπάτι. Φουρτουνιασμένη ήταν η όψη του, σκοτεινό το βλέμμα του. Λιγομίλητος και εσωστρεφής. Άριστος μαθητής από τα μικράτα του, υπερπροστατευτικός με τους αδύναμους και πολέμιος υπέρ των αδικημένων. Μοναχοπαίδι μιας πολιτικά κατατρεγμένης φαμίλιας, μπουσούλησε και περπάτησε σαν επισκέπτης στις φυλακές πολιτικών κρατουμένων της χώρας. Έχασε την παιδικότητά του και τα οράματα της αμφιλεγόμενης εφηβείας του μέσα στο χαμόσπιτο μιας πενηντάρας ξεδοντιασμένης πόρνης, που τον ξεπαρθένεψε δωρεάν για να μυρίσει λίγο από το λουλούδι της νιότης του. Έγινε αψύς στον χαρακτήρα και εκείνο το γερακίσιο μάτι του θόλωνε από τη μάνητα για τις αδικίες της ζωής. Όταν ο πατέρας του μπήκε στη φυλακή, ο κόμπος είχε περάσει πια το χτένι για τον Φώτη. Έφυγε για την Αθήνα να σπουδάσει. Ασφυκτιούσε με την ιδέα πως θα έμενε για πάντα ο Φώτης της κυρα-Κατίνας και του αντιρρησία πολιτικού καταδίκου.
Η Χριστίνα ήταν το άλλο του εγώ. Γλυκιά, τρυφερή και συμπάσχουσα. Σαν τη μάνα του, το ίδιο πορτραίτο. Την ερωτεύτηκε αλλά δεν την αγάπησε ποτέ. Ήταν ανίκανος πια να αγαπήσει. Όλα του τα αισθήματα τα σκότωσαν οι δεξιοί, οι αριστεροί και οι φυλακές. Είχε χάσει την ισορροπία του. Ένιωθε εκείνο τον καιρό σαν το θηρίο που γυροφέρνει με τον χαλκά στο λαιμό μέσα στο κλουβί της φυλακής του. Η άβγαλτη και γλυκιά Χριστίνα ήταν ανίκανη εκ των πραγμάτων να σπάσει αυτήν την αλυσίδα που εγκλώβιζε και πονούσε το θηρίο-Φώτη. Ήταν ήδη ερωτευμένη μαζί του από τότε που τον αντίκρισε για πρώτη φορά στην μπουάτ. Τότε τον πλησίασε με όλη την αθωότητα και την αγνή λάμψη της παρθενικής ψυχής της. Μέχρι τον Δεκέμβρη, ερωτισμός και ανθρώπινα συναισθήματα, έπλεκαν τα χρυσά νήματα του έρωτα. Μέσα στα Χριστούγεννα γνώρισε και τη Λενόρα, σε ένα γιορτινό τραπέζι που κανε για όλη την αυλή η Πολυξένη.
Η Λενόρα μόλις είχε γυρίσει από περιοδεία δύο μηνών στο εξωτερικό. Μια χειραψία, ένα χαμόγελο, δυο ονόματα και μια φουρτούνα ανάμεσα στα μαύρα σαν κάρβουνο και τα χρυσά μάτια.
...Την περίμενε μετά από μέρες έξω από το ξενοδοχείο φορώντας το τριμμένο του καλό σακάκι. Περπάτησαν μέχρι την αυλή, μιας ώρας δρόμος μέσα στο χιονόβροχο. Μιλούσαν για μουσική. Για τις νότες στο πιάνο της και για τα αυτοσχέδια ακόρντα στο μπουζούκι του. Κόντευε να ξημερώσει όταν έφτασαν. Τράβηξε ο καθένας για την κάμαρά του. Ταξίδεψαν με τις σκέψεις τους ξέχωρα μέσα στην Δεκεμβριάτικη υγρή νύχτα. Εκείνος σύρθηκε πάλι στις φυλακές των εκτοπισμένων, εκείνη προσπαθούσε να ανασύρει τις θύμησες της Μαρτίν και του Φιλίπ εκεί στη μακρινή μαύρη ήπειρο.
Σαν γύρισε μετά τις γιορτές από το χωριό της η Χριστίνα, τους βρήκε στην κάμαρα της Λενόρας, χαμένους στην μαγεία της μουσικής τους, με την Λενόρα στην κιθάρα και τον Φώτη να της τραγουδάει στο αυτί με το χέρι του περασμένο στους ώμους της.
Δεν πήραν είδηση σαν η πόρτα άνοιξε. Αφημένοι στην έκσταση, ταξίδευαν σε άλλους κόσμους. Μόνο σαν έκλεισε με βία η πόρτα αισθάνθηκαν την άλλη παρουσία.
- Η Χριστίνα ήταν? ρώτησε ο Φώτης.
- Ποιος άλλος θα άνοιγε την πόρτα χωρίς να χτυπήσει?
- Θα πάω να της μιλήσω...
- Αυτή είναι δικιά μου δουλειά...
Έβαλε την ζακέτα της και τράβηξε στα δεξιά της αυλής. Σαν χτύπησε την πόρτα μια φωνή ακούστηκε βγαλμένη από την κόλαση: Φύγε!!!
Δεν έφυγε...
Το σκοτάδι ξαναβούλιαξε στην σιωπή...

...στράγγιξε την τελευταία γουλιά από το ποτήρι και έριξε μπόλικα ξύλα στο τζάκι. Πήγε και ξάπλωσε από την αντίθετη πλευρά του μπρογκάρ καναπέ.
Ποτέ δεν θα φύγω αδελφή μου, ψιθύρισε.
Αγκάλιασε τα πόδια της Χριστίνας και κοιμήθηκε...

Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2008

Φώτης

Λίγο το παλιό κόκκινο κρασί λίγο η υπέροχη φωνή της Πιάφ και ο νους δεν άργησε να «κυλήσει» στην εποχή των πρώτων κοινών αναμνήσεων τους. Η αυλή άλλωστε στέγασε εκτός από τις πρώτες κοινές τους ανησυχίες και τον πρώτο τους καυγά.
Δεν είχαν περάσει ούτε έξι μήνες γνωριμίας τους στην αυλή και κόντεψαν να μην δει ποτέ η μία την άλλη. Αιτία ο Φώτης. Ένας νεαρός φοιτητής της ιατρικής που για να μπορέσει να σπουδάσει, αναγκαζόταν το πρωί να δουλεύει σε ένα κεντρικό καφενείο και το βράδυ σε μια μπουάτ της εποχής σαν γκαρσόνι. Ήρθε στην Αθήνα 2 χρόνια νωρίτερα από την Χριστίνα από μια μικρή επαρχιακή πόλη της κεντρικής Ελλάδας. Ο πατέρας του είχε μπλεχτεί στην δίνη του εμφυλίου και βολόδερνε στις φυλακές κατατρεγμένος από το κράτος για τις ιδέες του. Όταν πρωτογνωρίστηκαν με τις κοπέλες ο πατέρας του ήταν φυλακισμένος στην Γυάρο. Ο φύλακας άγγελος για τον Φώτη ήταν η κυρά Κατίνα η μάνα του. Έβλεπε τον γιο της να αγαπά τόσο τα γράμματα που για να του εξασφαλίσει τα πρώτα έξοδα του για τις σπουδές πούλησε κάτι χωραφάκια που είχε από τον πατέρα της και πήγαινε να δουλέψει στα ξένα χωράφια. Δεν ήθελε να αφήσει τον γιο της να χαθεί στο χωριό. Τα μπλεξίματα του πατέρα του θα του έκλειναν όλες τις πόρτες και αργά ή γρήγορα θα τον οδηγούσαν σε δύσκολα μονοπάτια.
Από το πρώτο διάστημα του ερχομού του στην Αθήνα, ο Φώτης, κατόρθωσε να βρει μια δουλειά για να βγάζει τα απαραίτητα. Ήταν δουλευτάρης και δεν φοβόταν την ζωή. Ήταν από αυτά τα επαρχιοτόπουλα που ενώ δείχνουν σκληροί και άκομψοι κατά βάθος μπορείς να τους πάρεις και ο παντελόνι αν ξυπνήσει μέσα τους το φιλότιμο. Η μεγάλη αγάπη του Φώτη ήταν η μουσική και το κρυφό του όνειρο ήταν να μάθει μπουζούκι. Με τα πρώτα του λεφτά πήγε και αγόρασε ένα, και κάθε βράδυ όταν γυρνούσε αποκαμωμένος από την κούραση της μέρας , το έπαιρνε στα χέρια του και το γρατζούνιζε για να μπορέσει να το μάθει. Αυτή ήταν η ξεκούραση του. Όση κούραση και αν ένιωθε μόλις έπιανε το μπουζούκι ένιωθε να γαληνεύει και να ημερεύει. Μέσα από την μπουάτ είχε καταφέρει να γίνει φίλος με πολλούς μπουζουξήδες της εποχής. Μάλιστα κάθε βράδυ όταν αραίωνε ο κόσμος από το μαγαζί έπαιρνε το μπουζούκι του και καθόταν μαζί με την ορχήστρα.
Σε μια τέτοια βραδιά γνώρισε και την Χριστίνα. Την πρώτη φορά που μια παρέα συμφοιτητών της, την έπεισαν να τους ακολουθήσει στην μπουάτ που δούλευε ο Φώτης. Από τις πρώτες ματιές που αντάλλαξαν φάνηκε ότι ο έρωτας τους άγγιξε. Νέα παιδιά ήταν άλλωστε. Δεν θέλεις και πολύ όταν είσαι νέος. Και δίπλα σου να περάσει ο φτερωτός άγγελος σε αγγίζει χωρίς να βάζεις τον νου σε λειτουργία.
Ο καιρός κυλούσε όμορφα για τους δύο νέους. Οι περίπατοι και οι βόλτες τους γίνονταν κάθε Κυριακή μεσημέρι. Αγαπημένο τους μέρος το Πασαλιμάνι, να αγναντεύουν την θάλασσα.
Αχ ο έρωτας τι όμορφος που είναι τον πρώτο καιρό! Με τον καιρό όμως ξεθωριάζει και έρχεται η ρουτίνα της καθημερινότητας. Αν σε αυτήν προστεθεί και ένα τρίτο άτομο, τότε τα πράγματα γίνονται δύσκολα. Αυτό συνέβη και μεταξύ των δύο νεαρών. Η σχέση τους άρχισε να φθείρεται και βρέθηκε το τρίτο άτομο για να οδηγήσει αλλού την σχέση τους. Η μοίρα όμως δεν είχε πει την τελευταία της λέξη. Δεν αρκέστηκε στην τυχαία επιλογή του τρίτου ατόμου αλλά οδήγησε τον Φώτη στην αγκαλιά της όμορφης Λενόρας.

Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2008

Ο γυρισμός στην δεύτερη φυγή....

...παρήγγειλε με τα άψογα γαλλικά της ένα ποτήρι με παλιό,ακριβό κόκκινο κρασί και βάλθηκε να χαζεύει το ετερόκλητο πλήθος που κατέκλυζε την αριστερή όχθη του Σηκουάνα.

Μποέμ με τα μαλακά τους τσόχινα καπέλα,το μαύρο γιλέκο με μόστρα την καδένα του ρολογιού στο τσεπάκι τους.
Εκκολαπτόμενοι ποιητές με τις δερμάτινες τραγιάσκες και τους χαρτοφύλακες παραμάσχαλα να αγορεύουν μέσα στο πλήθος ψάχνοντας για την μούσα της έμπνευσης και εκφωνώντας λογίδρια για τους αθάνατους πατέρες του έμμετρου λόγου.
Φουτουριστές,ποικίλων τεχνοτροπιών ζωγράφοι τoυ Ecole d'art ντυμένοι με τα μακριά ξεφτισμένα παλτό αγορασμένα από δεύτερο χέρι να ψαχουλεύουν με τα μπογιατισμένα δάχτυλα τους που βρωμοκοπούσαν νέφτι και αμμωνία,τα μαγούλα και τα καπούλια των κοριτσιών της Γαλλικής επαρχίας που έρχονταν στριμωγμένες με πρόβατα και κατσίκια στο εμπορικό βαγόνι με την ελπίδα να γίνουν μοντέλα στους νεαρούς ζωγράφους,αφού πρώτα έκαναν τα χίλια νάζια και τάματα στον ελεγκτή,για να ταξιδέψουν τζάμπα,κρύβοντας τα λίγα τους φράγκα στα πολύχρωμα χειροποίητα σάλια τους.
-Αλλοι άνθρωποι,άλλος τρόπος ζωής,σκέφτηκε η Χριστίνα.
Αλλά όπου υπάρχει χαρά και ελπίδα για το αύριο είναι όμορφα.....
Κοίταξε το ρολόι της."Η Λενόρα άργησε",σκέφτηκε....

Η Λενόρα...Η αδελφή που δεν είχε και απόκτησε.Ο φύλακας άγγελος της.
Βούλιαξε στην βελούδινη πολυθρόνα του μπιστρώ και άναψε ένα από τα λεπτά Γαλλικά τσιγάρα.

>>Η Λενόρα ήταν 10 χρόνια μεγαλύτερη από την Χριστίνα.
Γεννήθηκε στο Γαλλικό Κονγκό από την Μαρτίν-μοναχοκόρη μιας ξεπεσμένης οικογένειας Γάλλων μεγαλοαστών που έφυγαν στην αποικία όταν έχασαν την περιουσία τους-και από τον Φιλίπ εναν φτωχοδιάβολο με δυο χρυσά μάτια όμοια με αστέρια του Νότου,ορφανό από την Μασσαλία που κατέφυγε στο Αλγέρι-για ένα πιάτο φαί-στην Λεγεώνα των ξένων.Η μοίρα του τον έριξε στο Κονγκό και στην αγκαλιά της 17χρονης γλυκιάς Μαρτίν.
Οι φυτείες του καφέ έκρυψαν τον έρωτα και τους αναστεναγμούς των δύο νέων.Οι μαύρες δούλες ήταν από φύση τους σιωπηλές.Κανένας δεν κατάλαβε το πάθος του Φιλίπ και της Μαρτίν μέχρι....που η κοιλιά της άρχισε να φουσκώνει!
Οταν ο Φιλίπ πήγε να εκτελέσει το χρέος του σαν μέλλοντας πατέρας,η γιαγιά-Λενόρα τον πέταξε έξω μαζί με την άτσαλη ανθοδέσμη που έφτιαξε ο ίδιος για την πρόταση γάμου.Περιόρισε την Μαρτίν στα όρια της αγροικίας τους και προσκάλεσε τον επίτροπο για μια απογευματινή βεγγέρα.Ο επίτροπος έφυγε με μια 12κάδα Κουρβουαζιέ κι ο Φιλίπ έφυγε στην Cote d'Ivoire να μετράει και να φυλάει το ελεφαντόδοντο που έφευγε για την Γαλλία.
Οταν ο πατέρας της Μαρτίν γύρισε μετά από τον έλεγχο των περιουσιακών του στοιχείων απο την Ροδεσία βρήκε την Γιαγιά-Λενόρα με το μωρό-Λενόρα.
Η Μαρτίν πέθανε στην γέννα από εκλαμψία,φωνάζοντας το όνομα του Φιλίπ και επικαλούμενη τον Κύριο να προστατέψει το ορφανό της.
Η γιαγιά,του είπε πως υιοθέτησε το μωρό από τις Ουρσουλίνες καλόγριες σε μνήμη της κόρης τους που πέθανε από τροπικό πυρετό.Του έδωσε το όνομα της για να μην χαθεί η "οικογέςνεια"
Ποτέ δεν του είπε πως ήταν η εγγόνα του.

Αλλά το αίμα νερό δεν γίνεται.
Ο γέρος δεν μιλούσε μέχρι να συνδυάσει τα γεγονότα.Στο κρεβάτι του θανάτου του είδε για πρώτη φορά η Λενόρα τον φτωχοδιάβολο με τα χρυσά μάτια.Τα 13 χρόνια της περπατούσε όταν έπεσε στην αγκαλιά του και έκλαψε πικρά για την άδικη μοίρα της ορφάνιας της.
Ο παπους της πέθανε την επόμενη χρονιά αφού της έκανε διαθήκη αφήνοντας της την κλειδωμένη έπαυλη και τους εγκαταλελειμμένους αμπελώνες στην cote d'azure της Γαλλίας,τις φυτείες του καφέ στην Ροδεσία.5000 φράγκα ετήσιο εισόδημα....κι ένα τετράδιο με το γενεαλογικό της δέντρο.
Εφυγε ξανά στο ecole με τις Ουρσουλίνες καλόγριες.

Στα 17 της ο νέος επίτροπος της αποικίας την κάλεσε στην κηδεία του Φιλίπ,που έπεσε υπέρ πατρίδας,κατά των εξεγέρσεων των μαύρων αυτοχθόνων κατοίκων!!!
Πολλά χρόνια αργότερα η Λενόρα θα έδινε τα πάντα για αυτούς τους"μαύρους"Μαζί της και Χριστίνα θα άφηνε ένα κομμάτι της ψυχής της εκεί.

Φίλησε το δρύινο καπάκι του φέρετρου και έβαλε την διπλωμένη Γαλλική σημαία στον κόρφο της.
Σε λίγες μέρες έφυγε για την Γαλλία.....<<

Η Χριστίνα την είδε μέσα από τον καθρέφτη της εισόδου.
Αιθέρια και λυγερή σαν ονειρική φαντασίωση τράβηξε όλα τα βλέμματα των θαμώνων του μπιστρώ.
Εφτασε κοντά της και την αγκάλιασε.Ενα πεταχτο φιλί της άφησε στο μάγουλο και σωριάστηκε στην βελούδινη πολυθρόνα.
-Αργησα,το ξέρω.
-Δεν πειράζει,απλά ανησύχησα μηπως έπαθες κάτι...
-Οχι Χριστινάκι μου,μου πήρε λίγο χρόνο παραπάνω για να βγάλω τις βίζες για την αποικία.
-Δηλαδή φεύγουμε?
-Ναι καλή μου,φεύγουμε το πολύ σε 20 μέρες.
-Θυμάσαι Λενόρα?θυμάσαι τα όνειρα που κάναμε στην αυλή?
-Αν θυμάμαι λέει?Αυτα μας κράτησαν ζωντανές.
-Θυμάσαι την μαντάμ-Ορτάνς την μοδίστρα που με έστειλες να δουλέψω τον πρώτο χρόνο που ήρθα στην αυλή?
-Την Γαρουφαλλιά λες,Χριστίνα μου που έγινε Ορτάνς η μπαγαμπόντισσα,για να δηλώσει πως είναι γαλλίδα ράφτρα,αλλά ήταν χρυσή καρδιά.Ναι πως να την ξεχάσω άραγε?Αυτή σου έμαθε τις πρώτες γαλλικές λέξεις.
Τώρα όμως είσαι στο Παρίσι με ένα δίπλωμα διδασκάλισσας,ενα πτυχίο γαλλικών,ένα αγγλικών και σε λίγο θα πάρεις το πιστοποιητικό για την βοήθεια σου,με άριστα,από τις Καρμελίτισσες πως γνωρίζεις μαιευτική και έχεις παραϊατρικές γνώσεις.

Τα κορίτσια παρήγγειλαν άλλο ένα ποτήρι με παλιό κόκκινο κρασί και βούλιαξαν στις μαλακές βελούδινες πολυθρόνες.Οι αναμνήσεις έστησαν χορό μέσα από την φωνή της Εντιθ Πιαφ που τραγουδούσε κάτι για το rien,rien....
Τίποτα,τίποτα....

Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2007

Αναμνήσεις....

Σαν πήρε την μετάθεση για την Αθήνα-μαζί με το γαλόνι-ο άνδρας της κυρά-Πολυξένης μέτρησε πολλές φορές την φακή και το λάδι στο τσουκάλι μέχρι να καταφέρει να αγοράσει την αυλή.
Οχτώ χαμοκάμαρες ήταν,χτισμένες η μιά δίπλα στην άλλη,με λαμαρίνες,κόντρα πλακέ και χοντρά χαρτόνια,απο έναν γέρο τσιφούτη Οβριό.Σαν πέθανε ο γέρος,η κόρη του το ξεφορτώθηκε στον νωματάρχη για λίγα μεταπολεμικά εκατομμύρια.
Η Πολυξένη μάλλον ήταν γεννημένη ξενοδόχα.Χώρισε την αυλή σε τετράγωνα με τούβλινα παρτέρια,και μέτρησε κι αυτή τα φασόλια στο πιάτο μέχρι που κατάφερε με την οικονομία της και διόρθωσε τις χαμοκάμαρες.Εχτισαν κι ενα μικρό σπιτάκι γι αυτούς στα δεξιά της αυλής.
Αφράτεψε με κοπριά το χώμα κι έσπειρε στα παρτέρια άσπρα κρίνα της Παναγιάς,κατηφέδες και γαριφαλιές.
Μόνη της ασβέστωσε τις κάμαρες,ντυμένη με την παλιά της λουλουδάτη ρόμπα,τραγουδώντας τραγούδια της Σοφίας Βέμπο πασαλειμμένη με τον ασβέστη.Καρδιά μπαξέ είχε αυτή η άξια γυναίκα.Και μ'αυτήν την ίδια θέρμη και καλοσύνη φρόντισε το καμαράκι της Χριστίνας όταν πήρε το τηλεγράφημα.
Σαν την είδε με το μικρό της βαλιτσάκι να στέκεται στην αυλόπορτα,έτρεξε και την αγκάλιασε και το πλαινό χρυσό της δόντι άστραψε στον ήλιο μέσα στο ζεστό της χαμόγελο.
-Ελα κόρη μου.Ελα να ξεκουραστεις και να μου πεις τα μαντάτα απο το χωριό.
Την τράταρε καφέ,βαρύ-γλυκό,και κεράσι γλυκό του κουταλιού καθώς την πυρπολούσε με ερωτήσεις.
Η Χριστίνα καθόταν σφιγμένη και με δυσκολία της έβγαιναν οι λέξεις.Τόπιασε η Πολυξένη το σφίξιμο του κοριτσιού.Την άγγιξε απαλά στους ώμους και της χαμογέλασε με αγάπη.
-Μην ανησυχείς κόρη μου.Ολοι ζούμε αδελφικά εδώ στην αυλή,όπως είναι και στο χωριό μας.Θα τους αγαπήσεις και θα σε αγαπήσουν.Θα δείς....Ελα τώρα να σου δείξω την φωλιά σου περιστέρα μου.
Η Χριστίνα αφέθηκε να την οδηγήσει στο καμαράκι δαγκώνοντας το χείλη της για να μή κλάψει.
Σαν μπήκε μέσα,έριξε ενα γύρω τα μάτια της στον καινούριο κόσμο που της έμελλε να ζήσει και η μικρή της καρδούλα έσπασε πια απο την πίκρα αλλά και την φροντίδα που ένοιωσε απο την παλιά φιλενάδα την μάνας της.Και πιάτα και ποτήρια και καμινέτο,σεντόνια και εκείνο το πλεχτό κουρτινάκι στο παράθυρο.Οι κουρελούδες στο πάτωμα κι εκείνος ο πλατύφυλλος στο πήλινο γλαστράκι πάνω στο περβάζι.Για όλα μερίμνησε η καλή γυναίκα.
Χώθηκε στην αγκαλιά της Πολυξένης και έκλαψε με εκείνα τα μαύρα δάκρυα της απόγνωσης που ήταν η μοναδική της συντροφιά σ'όλα τα χρόνια της ορφάνιας της.
Ζαλίστηκε η Πολυξένη από το μαράζι που έσταξε η καρδιά του κοριτσιού μέσα στην αγκαλιά της.
-Μην μου κλαίς κοκόνα μου.Ολα θα πάνε κατ'ευχή θεού....

>>Σαν πέθανε ο νωματάρχης μετά απο χρόνια,η Πολυξένη μάζεψε τις λουλουδάτες ρόμπες το πορσελάνινο σερβίτσιο του τσαγιού,πούλησε την αυλή σε πολύ καλή τιμή σ'εναν εργολάβο,και γύρισε στο χωριό με περιουσία να τρώνε και τα δισέγγονα της,Αλλά δεν έκανε ποτέ παιδιά η κακομοίρα.Μετέτρεψε το πέτρινο πατρικό της σπίτι σε πανσιόν,αντικατέστησε το χρυσό δόντι με ακρυλικό,έβαψε το μαλλί σε απόχρωση ακαζού και δήλωσε πως την λένε Ξένια.Κρέμασε και το κάδρο του νωματάρχη σε περίοπτη θέση στην πανσιόν και αφοσιώθηκε στην ανάγνωση ερωτικών ρομάντζων και ανώνυμων αγαθοεργιών με συνένοχο τον παπα-Φώτη.
Την Χριστίνα την ξαναείδε μετά από πολλά χρόνια στην κηδεία της κυρα-Μαρίας.<<

...Σαν απόκαμε απο το κλάμα η Χριστίνα τακτοποίησε τα λιγοστά της υπάρχοντα πλύθηκε,και φόρεσε το καθαρό καρώ φορεματάκι από φτηνή ποπλίνα.Χάιδεψε τον βασιλικό στο περβάζι μπροστά στο ανοιχτό παραθύρι της και αναστέναξε.
"Πρέπει να βρείς δουλειά Χριστίνα!Μέχρι τον Σεπτέμβριο που θα δώσεις εξετάσεις στην Ακαδημία είναι κοντά τρεις μήνες.Κάτι πρέπει να κάνεις για να αλαφρώσεις την μάνα..
Κάποιες χαρούμενες φωνές και πόρτες που ανοιγίκλειναν έκοψαν τους συλλογισμούς της.
Καθώς το σούρουπο έπεφτε άρχισαν να επιστρέφουν από τις δουλειές τους οι κάτοικοι της αυλής.
Η Πολυξένη παράτησε το ποτιστήρι στο παρτέρι με τις μολόχες και της φώναξε γεμάτη χαρά.-Βγες εξω Χριστινάκι μου,έλα να γνωρίσεις τους νοικάρηδες μου.Είναι καλοί άνθρωποι.
Σιγά σιγα έβγαλαν όλοι τα τραπέζια τους στην αυλή για το βραδινό φαγητό.Η Χριστίνα καθόταν ανάμεσα στον νωματάρχη και την Πολυξένη και χώνευε ένα πελώριο κομμάτι πεντανόστιμου μουσακά όταν άρχισαν τα καλωσορίσματα απο τους συγκάτοικους.
Πρώτοι της έσφιξαν το χέρι η Νίκη και ο Γιώργης.Νιόπαντροι απο κάποιο νησί του Ιονίου.Εκείνος δούλευε αχθοφόρος στο λιμάνι του Πειραιά κι εκείνη στους λαχανόκηπους πέρα απο την Κηφισιά.Εφευγαν για την δουλειά πριν ακόμα φέξει.Φτώχεια και ανέχεια το μερτικό στην ζωή τους αλλά εκείνοι χόρταιναν με την αγάπη που είχε ο ενας για τον άλλον.
Κι ύστερα ήρθε ο κυρ-Νάσος ο Σμυρνιός,κλητήρας σε μια τράπεζα δούλευε,σκυφτός,όχι τόσο απο γεράματα αλλά από τις συμφορές του ξεριζωμού.Εχασε γυναίκα και παιδιά εκεί στην πατρίδα του και ζούσε μαγκούφης στην αυλή.Της έκανε μια ζεστή χειραψία κλείνοντας το χεράκι της στις δυό του παλάμες.Της φίλησε το χέρι και ψιθύρισε:Αυτό για να γλυκάνεις τους αποχωρισμούς.
Στην παλάμη της απόμεινε ένα σοκολατάκι τυλιγμένο σε ροζ γκοφρέ χαρτί....
Βούρκωσαν τα μάτια της"πόσος πόνος?"ανάλογίστηκε,αλλά και πόση αγάπη!

Τα δάκρυα έχασαν τον δρόμο τους στην αντήχηση του γέλιου της κυρά-Κατίνας.
-Ελα κόρη μου και μη μου σεκλετίζεσαι.Ελα φάε να γλυκαθείς και φύλαξε τα δάκρυα για τους νεκρούς.Κι εγώ θα σου πω αύριο το φλιτζάνι και θα φανερώσω τον πρίγκηπα που θα έρθει να σε πάρει καβάλα στο άσπρο άτι του.
Το κυδωνόπαστο τρεμούλιαζε στο πιάτο οργωμένο απο μύγδαλα.Ελαμπε στο λιγοστό φως και μαζί του έλαμπε και το χαμόγελο της κυρά-Κατίνας.
Της χαμογέλασε και την ευχαρίστησε για το τρατάρισμα η Χριστίνα.Τότε πρόσεξε τις δυο χρυσές βέρες περασμένες στον παράμεσο του δεξιού της χεριού.
Στα καπνομάγαζα δούλευε η χήρα και κάπνιζε σαν την τσιμινιέρα.Μαύρα και άγρια τα μάτια της,κίτρινα και αφυδατωμένα απο τον καπνό τα χέρια της αλλά γλυκιά σαν το κυδωνόπαστο η καρδιά της.Μόνη κιέρημη κι αυτή.Οταν πέθανε στην φυλακή ο αμετανόητος ο κομμουνιστής ο μπαρμπα-Γιάννης της,ο Τάκης δεν μπορούσε να βρεί δουλειά με το παρελθόν του πατέρα του να τον ακολουθεί.Εφυγε στην Αυστραλία και σκοτώθηκε σε εργατικό ατύχημα την ίδια μέρα που έστειλε τα εισιτήρια για να πάει η μάνα του,η Κατίνα να ζήσει μαζί του.
Η Θάλεια και ο Λλέκος ζούσαν στριμωγμένοι σε δύο κάμαρες με την Ολγα την μάνα του Αλέκου.Ηταν και οι δύο δικηγόροι που δούλευαν για πενταροδεκάρες στους μεγαλοκαρχαρίες που λυμαίνονταν την χώρα μετά τα γεγονότα του εμφυλίου.Η Ολγα-χήρα πολιτικού-φρόντιζε τα δίδυμα εγγόνια της με την βοήθεια της Πολυξένης που τα λάτρευε,καθώς δεν είχε δικά της παιδιά,αλλά και έριχνε μερικές παντοφλιές στα οπίσθια τους αν στεναχωρούσαν την γιαγιά-Ολγα.Κάθε πρωί πίνανε μαζί το καφεδάκι τους και εξιστορούσαν τις αναμνήσεις τους.Η Πολυξένη για το χωριό και τον έρωτα με τον νωματάρχη και η Ολγα για τις δεξιώσεις και τα ταξίδια με τον πατέρα της τον πρέσβη, κι αργότερα με τον υπουργό συζυγο της.
Οταν η Θάλεια καλωσόρισε την Χριστίνα απίθωσε ένα πακέτο στα χέρια της τυλιγμένο με χασαπόχαρτο.
-Η πεθερά μου στο στέλνει γιατί η αρθρίτιδα της την έριξε πάλι στο κρεβάτι και δεν μπορεί να σε καλωσορίσει-
Με τρεμάμενα χέρια το άνοιξε και ξεπρόβαλε ένα κουτί απο τριανταφυλόξυλο,ντυμένο με κόκκινο βελούδο.Ενας μικρός καθρέφτης φώλιαζε στο καπάκι του,ένα ατσάλινο κουρντηστήρι και...ενα σημείωμα γραμμένο σε λίγο χαρτί απο μαθητικό τετράδιο.Διάβασε το γραφόμενο και έκλεισε τα μάτια καθώς χόρδιζε το κουρντηστήρι.
Μέσα από τις νότες της Φιρελίζ έκρυψε το σημείωμα στην τσέπη της και αγκάλιασε την Θάλεια."αυτός είναι ο κόσμος μου τώρα πια,σ΄αυτούς τους ανθρώπους πρέπει να ανταποδώσω την αγάπη που μου έδωσαν τώρα δα"μονολογούσε το μυαλό της.

Η ανταπόδοση άρχισε με τα δίδυμα απο την επόμενη μέρα.Εγιναν τα πρώτα παιδιά της μελλοντικής δασκάλας.Μέσα απο τον καιρό που κύλησε η Χριστίνα έδωσε την ψυχή της για όλους αυτούς τους ανθρώπους της αυλής.
Αλλά αυτά έγιναν πολλά χρόνια αργότερα....
Η νύχτα βούλιαξε στα μαύρα πέπλα της κι όλοι πήγαν για τον άγιο-ύπνο.Η Χριστίνα βοήθησε την Πολυξένη,έπλυνε τα πιάτα και ζήτησε την άδεια της να καθίσει λίγο ακόμα στην αυλή κάτω απο τον έναστρο καλοκαιρινό ουρανό.
"Να κάτσεις κόρη μου,να κάτσεις όσο τραβάει η ψυχούλα σου.Κανείς δεν θα σε πειράξει στην αυλή του νωματάρχη"
Ενοιωθε τους κροτάφους της να καίνε απο τις συγκινήσεις και τα δρώμενα της ημέρας.Σκέφτηκε πάλι την μάνα της και τρεμούλιασε η σάρκα της από την ένταση της σκέψης και της επιθυμίας."Θα γίνουν όλα μανούλα μου κατά πως τα ονειρεύτηκες,όλα θα γίνουν,δεν θα σε απογοητεύσω"Παραδομένη στα όνειρα για το μέλλον δεν άκουσε την βαριά αυλόπορτα ν'ανοίγει.Πρώτα μύρισε ένα απαλό άρωμα και μετά είδε την ψηλή αέρινη οπτασία να διασχίζει την αυλή.Δύο ήχοι απο γυναικεία ψιλοτάκουνα παπούτσια μπερδευότανε με την ηχώ τους.
"ονειρεύομαι"φώναξε η Χριστίνα.
"οχι-οχι,συγνώμη αν σε τρόμαξα"απολογήθηκε μια μπάσα ηδονική φωνή.
Ενα χέρι με μακρυά κόκκινα,βαμένα νύχια απλώθηκε μπροστά της.Κουδούνισαν τα ασημένια βραχιόλια δεμένα με τυρκουάζ πέτρες και κοράλλια.
-Είμαι η Λενόρα,και μάλλον είσαι η Χριστίνα που περίμενε με τόση χαρά η Πολυξένη.
Η Χριστίνα ένοιωσε χαμένη.Της άπλωσε μηχανικά το χέρι και ψέλλισε ένα:ναι,η Χριστίνα είμαι.
Η νεράιδα έπιασε το χέρι της και κάθησε δίπλα της.Σκέπασε τα γόνατα της με την κλος άσπρη φούστα ραμμένη απο φίνα ακριβή μουσελίνα.Ανοιξε το πορτ-φέιγ της και έβγαλε ένα πακέτο με τσιγάρα.Αναψε το λεπτό Γαλλικό τσιγάρο και τα χρυσά μάτια της καρφώθηκαν στην Χριστίνα με μια λάμψη που μαρτυρούσε αγάπη και συμπόνια.
-Είναι αργά πήγαινε να ξεκουραστείς.
-Ναι,θα πάω..
Η αέρινη οπτασία σηκώθηκε.Την πήρε από το χέρι και την οδήγησε στο βάθος της αυλής όπου κούρνιαζαν οι κάμαρες σαν άσπρα μικρά χαρτόκουτα τυλιγμένα με γιασεμιά και αγιόκλημα.
Την φίλησε στο μέτωπο και τράβηξε για την δική της κάμαρη.
-Εχουμε πολύ καιρό μπροστα μας Χριστίνα.Θα γνωριστούμε...

>>Στο όνειρο της Χριστίνας ήρθε η κυρά-Μαρία να γλυκάνει την μοναξιά.
-Κουράγιο παιδάκι μου.Μαζί σου θα είμαι πάντα.Εχε μου εμπιστοσύνη...
>>Στον εφιάλτη της Λενόρα ήρθε η Μαρτίν να σκουπίσει τα δάκρυα της διπλής ορφάνιας.
-Κουράγιο παιδάκι μου.Μαζί σου θα είμαι πάντα,και απο εδώ ψηλά που ζω τώρα.Εχε μου εμπιστοσύνη..
Στα μάτια των δυο κοριτσιών κυλούσε ταυτόχρονα ένα δάκρυ.
Μια θεά του Γαλαξία που έχασε τον δρόμο της έπεσε στην αυλή κατά λάθος,μύρισε τα δάκρυα απο τις δυο κάμαρες,αφουγκράστηκε τον ταραγμένο ύπνο των κοριτσιών και ακροπατώντας έξω απο τις κλειστές πόρτες έριξε το ξόρκι της χαράς και της ελπίδας.
Η Χριστίνα χαμογέλασε πρώτη.
Η Λενόρα την ακολούθησε....

Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2007

Οι πρώτες αναμνήσεις.

Όταν ξανά επέστρεψε αντίκρισε τον φάκελο των φωτογραφιών. Τον φάκελο των αναμνήσεων και της ζωής της. Ήταν αυτό που έδενε τα μονοπάτια της ζωής της. Κάτι λιγοστές ξεθωριασμένες φωτογραφίες.
Ο νους γύρισε σε εκείνο το βουβό πρωινό που έφευγε για να σπουδάσει. Ήρθε στο νου και όχι τυπωμένη στο χαρτί η φωτογραφία της μάνας, να στέκει πίσω από το λεωφορείο μέσα στην σκόνη με το χέρι να γνέφει αργά πέρα δώθε. Ήξερε ότι τότε ξεκινούσε το ταξίδι της ζωής και για τις δύο. Για την μάνα γραφόταν το κεφάλαιο της συνέχισης μια ζωής με καλύτερους όρους. Για την ίδια ξεκινούσε το κεφάλαιο της δημιουργίας και της ευτυχίας που από μικρό κοριτσάκι αποζητούσε.
Στο μάγουλο χαράχτηκε ένα δάκρυ αναμνήσεων. Όχι δεν ήταν δάκρυ λύπης. Ένιωσε πάλι σχολιαρόπαιδο που ξεκινάει για την νέα ζωή της έφηβης.
Έφτασε στην Αθήνα και αφού ρώτησε δεξιά και αριστερά κατόρθωσε να βρει το σπίτι της κυρα –Πολυξένης. Πάνε χρόνια που είχαν μετακομίσει στην Αθήνα καθώς ο άντρας της ο κυρ-νωματάρχης είχε πάρει προαγωγή και μετάθεση στην πρωτεύουσα. Το σπιτάκι τους ήταν μέσα σε μια αυλή από εκείνες που έσμιγαν τους ανθρώπους σε μια οικογένεια. Της είχαν τηλεγραφήσει ότι θα πηγαινε στην Αθήνα για σπουδές και εκείνη φρόντισε να της ετοιμάσει μια κάμαρη για να μείνει. Όχι τίποτα ιδιαίτερο. Μια μικρή κάμαρη που παλιότερα την χρησιμοποιούσαν για αποθήκη, αλλά προκειμένου να βοηθήσει την Χριστίνα την καθάρισε την ασβέστωσε έβαλε μέσα ένα κρεβάτι ένα κομοδίνο και το διακόσμησε με τις παλιές κουρελούδες της προίκας της.
Η Χριστίνα το βρήκε υπέροχο. Από την πρώτη μέρα το αγάπησε εκείνο το μικρό δωματιάκι. Ήξερε ότι αυτό θα ήταν η συντροφιά της για το επόμενο διάστημα. Από εκεί θα ξεκινούσε την ζωής της. Μια ζωή που την ονειρευόταν με όμορφα χρώματα όπως κάθε έφηβος. Ήθελε να σπουδάσει και να μπορέσει στην συνέχεια να δουλέψει. Το όνειρο της ήταν να καταφέρει να γίνει δασκάλα. Να μαθαίνει στα παιδιά τα γράμματα που ήταν απαραίτητο εφόδιο για μια καλύτερη ζωή. Τα αγαπούσε τα παιδιά. Ονειρευόταν ότι θα έρθει η μέρα που θα έχει πολλά παιδιά δικά της. Να γινόταν η μητέρα και η δασκάλα τους.

Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2007

Ο γυρισμός στην πρώτη φυγή...

...η πανσιόν της κυρα-Ξένιας λειτουργούσε σε δυο ορόφους ενός πέτρινου σπιτιού.Αριθμούσε με βία 5 δωμάτια στον επάνω όροφο μια τούρκικη τουαλέτα κιένα καμαράκι με οξυγονοκολλημένο έναν κάλυκα απο ποτιστήρι στον σωλήνα της ύδρευσης.Ενα χτισμένο με τούβλα τετράγωνο βαμμένο με άσπρη λαδομπογιά εκτελούσε χρέη μιας αυτοσχέδιας ντουζιέρας,αλλά ήταν όλα πεντακάθαρα και μύριζαν χλωρίνη και άσπρο σαπούνι.
Το δωμάτιο ήταν μικρό.Το κρεβάτι ξύλινο,βογγούσε κάτω απο τα χιλιάδες στρώματα βερνικιού που είχε πάνω του,αλλά τα άσπρα υφαντά σεντόνια έστελναν γαλάζιες ανταύγειες από το λουλάκι του πλυσίματος που ενώνονταν ξεδιάντροπα με τις μαβιές ανταύγειες του Γεναριάτικου δειλινού.
Ενα τραπέζι,δύο καρέκλες και το τζάκι με στιβαγμένα τα κούτσουρα δίπλα του.Οι διπλωμένες φλοκάτες πάνω στο κρεβάτι κι εκείνη η μικρή πόρτα που έβγαζε στο μπαλκονάκι που αγνάντευε τον κάμπο με τα σπαρτά-τώρα μόνο την μαύρη γη που κοιμόταν έβλεπε-πόσο καλά την ήξερε αυτή την γη η Χριστίνα σαν πήγαινε το φαγητό στην μάνα,μεσα στην κάψα του καλοκαιριού....δεμένο σταυρωτά με την καρώ πετσέτα.
Τυλιγμένη ακόμα στην γούνα της ακούμπησε το μέτωπο της στο κρύο τζάμι.Το ζέστανε με την αναπνοή της κι άρχισε μηχανικά να γράφει πάνω του,όπως έκανε όταν ήταν παιδάκι,όταν δεν είχε παιγνίδια και κούκλες να παίξει και ζωγράφιζε αγγέλους πάνω στα παγωμένα τζάμια της κάμαρης της και μετά σταύρωνε τα χεράκια της σε βουβές ικεσίες και προσευχές κάνοντας ευχές στους αγγέλους να γυρίσει πίσω ο πατερούλης της.
-Μανταμ Κρις...
Αλαφιασμένη στράφηκε καθώς το χέρι της έσβηνε τις καρικατούρες στο τζάμι,
-Τι πάθατε?σας τρόμαξα?
-Οχι Πιέρο.Προσπαθώ να συνηθίσω τις αλλαγές.
-Μανταμ προτείνω να σας πάω σ'ενα ξενοδοχείο στην πόλη, εδώ δεν έχει πολλές ανέσεις.
Του χαμογέλασε κι η πίκρα έσταξε απο τα καστανά της μάτια.Κύλισε στα ξύλινα σανίδια και κρύφτηκε σε μια ρωγμή,φαγωμένη απο το σαράκι του καιρού."εδώ θα είμαι"την άκουσε να ψιθυρίζει.Εδώ θα είμαι για σένα....
-Οχι Πιέρο.Μην ξεχνάς πως εδώ γεννήθηκα,εδώ μεγάλωσα,ξέρω απο κακουχίες,μπόρες,καταιγίδες και δύσκολους καιρούς.Ξέχασες πως γνωριστήκαμε παλιέ μου φίλε?Μεσα στην θύελλα.
Πήγε κοντά του και πήρε την βαλίτσα της.Απλωσε το όμορφο χλωμό της χέρι,που οι πανάδες άρχισαν να προδίδουν την ηλικία του και χάιδεψε την ασημένια πινελιά στα σγουρά μαύρα του μαλλιά.
-Αναψε σε παρακαλώ τώρα το τζάκι,κρυώνω εδώ Πιέρο.Μεγαλώσαμε καλέ μου φίλε.Στην αποικία δεν κρυώναμε,μόνο πεινούσαμε.
-Ναι μανταμ-ψιθύρισε ο νεαρός μαύρος άνδρας-πεινούσαμε,μόνο πεινούσαμε....
...εφυγε κλείνοντας μαλακά πίσω του την πόρτα.

Μεχρι να τακτοποιήσει τα λιγοστά της ρούχα,η κυρα-Ξένια της φώναξε απο τον διάδρομο.
-Γέμισα τον καυστήρα με καυσόξυλα σε 10 λεπτά το νερό θα καίει για να πας να πλυθείς.Κιέχω ρεβυθόσουπα και κρασάτο κοκόρι με φρέσκο ζυμωτό ψωμί αν πεινάτε.
Την ευχαρίστησε καθώς ξεντυνόταν.Φόρεσε το αγαπημένο της φθαρμένο τζιν και μια άσπρη ανκορά μπλούζα.Τράβηξε το βερνικωμένο τραπέζι δίπλα στο τζάκι κι'άνοιξε το σακ-βουαγιαζ.Εβγαλε με σιωπηλή ηρεμία και κατάνυξη τα ντοσιέ της και τα τοποθέτησε με ευλάβια το ένα πάνω στο άλλο.Οταν τελείωσε άναψε ένα απο τα λεπτά τσιγάρα και μίλησε στον εαυτό της.
-Το χρωστάω σε όλους μας,καιρός να αρχίσω να δένω τα νήματα.
Ανοιξε τον φάκελλο με τις φωτογραφίες και βάλθηκε να τις ταξινομήσει κατά χρονολογία.
Σταμάτησε και αφέθηκε να κοιτάει τις φλόγες στο τζάκι κι όχι την άχρωμη ξεθωριασμένη εικόνα.Αυτή ήταν μόνιμα στο μυαλό της.Η Μαρία και ο Αργύρης κάτω απο τα στέφανα.Η μάνα και ο πατέρας της.
-Αχ μάνα μου,μανούλα μου βασανισμένη.Αραγε ποιός σ'αγάπησε πραγματικά περισσότερο?Ο Αργύρης ή........
Χάιδεψε το ξεθωριασμένο χαρτί έκλεισε τα ντοσιέ της και κατέβηκε στην τραπεζαρία της κυρα-Ξένιας για να δειπνήσει μαζί με τον Πιέρο....

...Και τώρα μόνη....

....Και τώρα πάλι μόνη!σκέφτεται.Αλλά πάντα μόνη δεν ήμουν?

Ρίχνει μια ματιά τριγύρω και τα τελευταία πέταλα απο το τριαντάφυλλο που φυλλορρόησε μέσα απο τα δαχτυλά της έπεσε στο νιόσκαφτο χώμα.
Το χωριό λίγο άλλαξε και οι τάφοι έχουν πάντα τα καντήλια και τα νεκρόκερα αναμμένα.
Πριν φορέσει τα γάντια της απο δέρμα αντιλόπης ανατριχιάζει στόν Γενναριάτικο βουνίσιο αγέρα της Μακεδονίας.Αγκαλιάζει τα πέτα της γούνας απο τσιντσιλά και τα ακουμπάει στα μάγουλα της.Κλείνει τα μάτια χαιδεύοντας το τομάρι του νεκρού ζώου,ενώ τυλίγεται με την ζεστασιά του.Μέχρι να ανοίξει την μεταξωτή τσάντα και να ανάψει το λεπτό γαλλικό τσιγάρο με τον χρυσό αναπτήρα της κάθησε ανακούρκουδα στο νοτισμένο χώμα και άρχισε να μετράει τις σταγόνες από τα δάκρυα μαζί με τις σταγόνες της βροχής που άρχισαν να κυλάνε παρέα.
>>Εδώ γεννήθηκα,εδώ μεγάλωσα,εδώ έκλαψα την ορφάνια μου,εδώ αποχαιρέτησα την μάνα μου, εδώ έπλασα τα όνειρα μου εδώ....εδώ πήρα το πρώτο φιλί απο τον Θάνο.Λίγο πιο πέρα απο τους τάφους,στο εκκλησακι του Αη-Γιώργη,ανήμερα των ψυχών,οταν η μάνα μου έφερνε το πρόσφορο και το κόλλυβο που έκανε απο βραδύς τα ψυχοσάββατα,κλαίγοντας και καταριώντας τον Αργύρη που σκοτώθηκε και την άφησε μόνη με το ορφανό και δεν ήξερε τι να κάνει.Κι ήταν άλλες φορές που του πήγαινε μουστοκούλουρα στο μνήμα(ο τάφος ηταν εικονικός,Ενα γράμμα μόνο πήρε η μανα μου πως ο Αργύρης της ΠΕΘΑΝΕ ΣΤΟ ΑΛΒΑΝΙΌ ΜΕΤΩΠΟ .Πήγαινε τα κουλούρια και τα πότιζε με ρακί και τα έθαβε στο χώμα μαζι με ζουμπούλια και μαργαρίτες και έκανε τάματα και προσευχές να της μιλήσει ο Αργύρης και να της πει τι να κάνει με το Χριστινιώ.

Οταν η κυρά-Μαρία σήκωσε τα μανίκια κι έγινε πατέρας και μάνα μαζί,ετσι ζήτησε ο Αργύρης να κάνω,είπε,όλοι στο χωριό είπαν πως η χήρα τρελλάθηκε απο την συμφορά της και την φτώχεια.Εκείνη έκανε πως δεν άκουγε.Ξεμανικώθηκε και πήρε αμπάριζα τα χωράφια.Οι αφεντάδες γέλαγαν στην αρχή μαζί της.Μετά αναγνώρισαν την εργατικότητα, την επιμονή της και τις γνώσεις της υπαίθρου και την έκαναν συμβουλάτορα για την καλλιέργεια της γης.Κάποιοι απο τους κολίγους την μίσησαν......Την μίσησαν!
Ναι....αναστεναξε η Χριστίνα και σηκώθηκε απο το υγρό χώμα.
Αλλά και την αγάπησαν....οπως ο δήμαρχος,ο Νώντας που την αγαπούσε απο τα μικράτα του.Αλλά οι φατρίες τότε χωρίζονταν.......
Η Χριστίνα απλωσε το γαντοφορεμένο της χέρι και άγγιξε το υγρο χώμα του τάφου.
Σηκώθηκε και έψαξε στην τσάντα τα λεπτά Γαλλικά τσιγάρα.Καθώς το άναψε και τράβηξε ηδονικά την πρώτη ρουφηξιά,κίνησε για το μαύρο αυτοκίνητο που την περίμενε.
Ο Οδηγός της άνοιξε την πόρτα.Την κοιταξε χωρίς να ρωτήσει τίποτα.
-Θα πάμε στην κωμόπολη Πιέρο-είπε-Θα μείνω μάλλον αρκετό καιρό στο χωριό μου.Εχω σελίδες που πρέπει να κλείσουν και άλλες που πρέπει να ανοίξουν.
Ναι μαντάμ ειπε ο Πιέρο.
Εκλεισε την πίσω πόρτα και πήρε κατεύθυνση για την κωμόπολη.
Την κοίταξε μέσα απο τον καθρέφτη
Η μαντάμ Κρις ήταν ανέκφραστη,αλλά ο Πιέρο την ήξερε εδώ και πολλά χρόνια.
Ενα δάκρυ μεγάλο σαν διαμάντι έλαμπε στον καθρέφτη.....